- αναδώνω
- αμετ.1) выздоравливать; крепнуть; пускать ростки, прорастать; 2) распространять, издавать запах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδώνω — 1. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ασθένεια, αναλαμβάνω, αναρρώνω 2. (για φυτά) βλαστάνω, φυτρώνω 3. αναδίδω υγρασία, κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δώνω, μεταπλασμένος τ. αντί δίδω. ΠΑΡ. αναδωμός] … Dictionary of Greek
αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… … Dictionary of Greek